- καλλοποιός
- καλλοποιός, -όν (Α)1. αυτός που καθιστά κάτι ωραίο, αυτός που προσδίδει κάλλος σε κάτι2. (για τον θεό) ο δημιουργός τού κάλλους.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλλος + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. βροχο-ποιός, ζωο-ποιός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλλοποιός — producing beauty masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλοποιόν — καλλοποιός producing beauty masc/fem acc sg καλλοποιός producing beauty neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλοποιοῦ — καλλοποιός producing beauty masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλοποιούς — καλλοποιός producing beauty masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλοποιά — καλλοποιός producing beauty neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλοποιῷ — καλλοποιός producing beauty masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλλος — (I) ό βλ. κάλος (II). (II) το (AM κάλλος) η ωραιότητα, η καλλονή, η ομορφιά (α. «το ελληνικό κάλλος» β. «αἵ κάλλει ἐνίκων φῡλα γυναικῶν», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. στον πληθ. τα κάλλη τα θέλγητρα, οι χάρες («μπρος στα κάλλη τί ν ο πόνος») αρχ. 1. (για… … Dictionary of Greek
καλλοποιώ — καλλοποιῶ, έω (Α) [καλλοποιός] κάνω το καλό, είμαι ενάρετος … Dictionary of Greek
καλλωποιούμαι — καλλωποιοῡμαι, έομαι (Α) καλλωπίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλοποιός με το ω κατ επίδραση τού καλλωπίζω] … Dictionary of Greek
ԱԶՆՈՒԱՐԱՐ — (ի, աց.) NBH 1 0011 Chronological Sequence: 8c ԱԶՆՈՒԱՐԱՐ որ եւ ԱԶՆՈՒԱԳՈՐԾ. գեղեցկարար. καλλοποιός pulchrificus Որ ազնիւ առնէ. ազնուացուցիչ. աղէկցընօղ, աղւորցընօղ. *Որքան ինչ են վայելուչք ազնուարարի եւ բերկրեցելոյ գեղեցկութեանն աստուածանունութիւնք … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)